ὑπερλάμπροις

ὑπερλάμπροις
ὑπέρλαμπρος
exceedingly bright
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπέρλαμπρος — η, ο / ὑπέρλαμπρος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.) αρχ. 1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος 2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.) 3. (για ήχο) πολύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”